- προκαρυωτικός
- -ή, -ό, Νβιολ. (για μονοκύτταρο οργανισμό) αυτός τού οποίου ο πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον ευκαρυωτικό, δεν περιβάλλεται από πυρηνικό φάκελο αλλά έχει συμμιχθεί με το κυτταρόπλασμα, κατηγορία στην οποία ανήκουν οι κατώτεροι οργανισμοί, βακτήρια και κυανοφύκη.
Dictionary of Greek. 2013.